Ωρίμαση ουίσκι, Ωρίμανση, Παλαίωση, whisky Maturation, Aging

Η παραγωγή του ουίσκι – Μέρος 5a: Ωρίμαση – Ιστορία, Η δρυς, Βαρελοποιία

Στα προηγούμενα άρθρα της σειράς Whisky 101: The Basics γνωρίσαμε τα τέσσερα πρώτα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας του ουίσκι, τη βυνοποίηση του κριθαριού, την πολτοποίηση, τη ζύμωση και την απόσταξη. Προχωρώντας ένα βήμα ακόμη, αυτή τη φορά θα γνωρίσουμε το πεμπτο στάδιο, την Ωρίμαση ή Παλαίωση (Maturation / Aging). Στο πρώτο μέρος θα μάθουμε την ιστορία της ωρίμασης, θα γνωρίσουμε τη δρυ και θα δούμε πως κατασκευάζονται τα βαρέλια.

 

Όλη η παραγωγή του ουίσκι σε ένα διάγραμμα.

 

Η ωρίμαση ή παλαίωση είναι το πιο σημαντικό στάδιο, ο ακρογωνιαίος λίθος της παραγωγής ουίσκι. Χωρίς ωρίμαση δεν υπάρχει ουίσκι.

Η ωρίμαση δίνει “ζωή”, χρώμα και γεύση στο νέο απόσταγμα και κάνει ένα απλό απόσταγμα βύνης, “νερό της ζωής”…

Μέχρι στιγμής έχουμε ακολουθήσει το κριθάρι στο ταξίδι του από κόκκος σε απόσταγμα. Αρχικά το κριθάρι μετατράπηκε σε βύνη για να αποκτήσει τα απαραίτητα ένζυμα που θα διασπάσουν το άμυλο του σε σάκχαρα. Η βύνη “μαγειρεύτηκε” με ζεστό νερό για να ενεργοποιηθούν αυτά τα ένζυμα και να εξαχθούν τα σάκχαρα. Το ζαχαρούχο υγρό που προέκυψε ανακατεύτηκε με μαγιά για να υποστεί αλκοολική ζύμωση και να μετατραπούν τα σάκχαρα σε αιθυλική αλκοόλη και τέλος, το ζυμωμένο υγρό αποστάχθηκε για να διαχωριστεί το “πνεύμα” του, το αλκοόλ και οι επιθυμητές γευστικές χημικές ενώσεις.

Αυτά τα πρώτα τέσσερα στάδια της παραγωγής ουίσκι είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για να θέσουν τις βάσεις του τελικού προϊόντος και διεκπεραιώνονται σχετικά σύντομα. Δύο-τρεις εβδομάδες χρειάζονται συνολικά κατά μέσο όρο μέχρι το κριθάρι να έχει μετατραπεί σε new make spirit / νέο απόσταγμα.

Το νέο απόσταγμα, βάσει νόμου, πρέπει να ωριμάσει, να παλαιωθεί, για τουλάχιστον 3 χρόνια σε δρύινα βαρέλια σε αποθήκη στη Σκωτία πριν να μπορεί να αποκαλεστεί “Scotch Whisky”.

Οτιδήποτε άλλο απλά δεν είναι ουίσκι ή τουλάχιστον δεν είναι scotch whisky.

 

 

Iστορικά Στοιχεία

Πως προέκυψε όμως αυτή η διαδικασία; Πως ήξεραν οι Σκωτσέζοι του 16ου και 17ου αιώνα ότι το απόσταγμά τους πρέπει να ωριμάσει; Η απάντηση είναι απλή: Δεν το ήξεραν. Όπως πολλές σπουδαίες ανακαλύψεις, η συνεισφορά του ξύλου στο απόσταγμα ανακαλύφθηκε τυχαία.

Το ουίσκι – uisge beatha – ήταν αρχικά ένα μη ωριμασμένο απόσταγμα, το οποίο έβγαινε από τον αποστακτήρα και αρωματιζόταν με πρόσθετα όπως μέλι ή ρείκι για να καταστείλει την επιθετική φύση του ποτού και να γίνει πιο εύγευστο. Η παράδοση, ή ίσως απλώς μια βολική για τους ξεναγούς των αποστακτηρίων ιστορία, μας λέει ότι η ωρίμαση και η παλαίωση του ουίσκι ήταν ένα ευτυχές ατύχημα!

Οι διαφορετικές παραλλαγές της ιστορίας αφθονούν, αλλά η ουσία της είναι ότι κάποιος “άτυχος” Σκωτσέζος είχε περισσότερο uisge beatha από όσο μπορούσε να καταναλώσει αμέσως, και έτσι το έβαλε σε ένα δρύινο βαρέλι για να το αποθηκεύσει. Το βαρέλι ξεχάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα, και όταν τελικά το ανέσυρε, ανακάλυψε ότι το απόσταγμα είχε αλλάξει, είχε ωριμάσει, ήταν λιγότερο “κοφτερό”, είχε βελτιωθεί και είχε αποκτήσει νέα γευστικά χαρακτηριστικά.

Η ωρίμαση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, γεννήθηκε.

Εντάξει, καταλαβαίνουμε ότι στην πράξη δεν υπήρξε ποτέ κάποιος “άτυχος” Σκωτσέζος. Ή τουλάχιστον δεν υπήρξε μόνο ένας. Η αποθήκευση σε βαρέλια ήταν ένα φυσικό επακόλουθο του συσχετισμού μιας τάσης της εποχής και μιας ανάγκης.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο εκείνη την εποχή, γνώριζε ιδιαίτερη άνθηση το εμπόριο κρασιού sherry από την Ισπανία. Αυτό μεταφερόταν μέσα στο δρύινο βαρέλι που ωρίμαζε όσο ήταν στην Ισπανία και εμφιαλωνόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτά τα δρύινα βαρέλια, που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά του sherry (shipping casks), επαναχρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση ουίσκι καθώς υπήρχε μεγάλη διαθεσιμότητα.

Όπως είπαμε τότε οι παραγωγοί δεν ήξεραν το αποτέλεσμα που θα είχε η αποθήκευση σε δρύινα βαρέλια. Στο μυαλό τους τα βαρέλια ήταν απλά ένας βολικός τρόπος αποθήκευσης του αποστάγματός τους καθώς ήταν μεγάλα και ανθεκτικά, καθιστώντας τα ιδανικά για μακροχρόνια αποθήκευση. Με τον καιρό συνειδητοποίησαν ότι το εμποτισμένο με sherry ξύλο αυτών των βαρελιών πρόσθετε ένα στρώμα γλυκύτητας και φρουτένιας γεύσης στο απόσταγμα, καθιστώντας τα ιδιαίτερα περιζήτητα από τους αποσταγματοποιούς.

Εύκολα συμπεραίνουμε ότι τα βαρέλια sherry έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πρώτων γεύσεων του σκωτσέζικου ουίσκι, προσθέτοντας βάθος και πολυπλοκότητα στο απόσταγμα.

Από τα μέσα του 20ου αιώνα, όμως, υπήρξε μια σημαντική αλλαγή στους τύπους των βαρελιών που χρησιμοποιούνταν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καθιερωθεί ως σημαντικός παραγωγός ουίσκι, ιδίως bourbon, και σύμφωνα με το νόμο, το αμερικανικό bourbon πρέπει να ωριμάζει σε νέα καμένα δρύινα βαρέλια.

Μετά από μία χρήση, δεν επιτρέπεται η επαναχρησιμοποίηση των βαρελιών αυτών για την ωρίμαση bourbon, δημιουργώντας ένα πλεόνασμα βαρελιών που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Στις δεκαετίες του 1940 και 1950 λοιπόν, οι Σκωτσέζοι αποσταγματοποιοί άρχισαν να εισάγουν μεταχειρισμένα βαρέλια bourbon από την Αμερική, τα οποία ήταν φθηνότερα και πιο διαθέσιμα -πλέον- από τα βαρέλια sherry. Τα νέα αυτά βαρέλια προσέδιδαν διαφορετικές γεύσεις στο ουίσκι, όπως βανίλια, καραμέλα και καβουρδισμένη δρυ, συμπληρώνοντας τις παραδοσιακές νότες των βαρελιών sherry και εισάγοντας νέες διαστάσεις στο σκωτσέζικο ουίσκι.

 

Η διαδικασία της ωρίμασης

Η διαδικασία της ωρίμασης ή παλαίωσης είναι απλή αλλά ταυτόχρονα και απίστευτα πολύπλοκη. Αν εμβαθύνουμε στη διαδικασία, θα ανακαλύψουμε την πραγματική μαγεία που βρίσκεται από πίσω.

Οι αποσταγματοποιοί γεμίζουν τα δρύινα βαρέλια με το απόσταγμά τους, τα μεταφέρουν στην αποθήκη και… αυτό ήταν! Το μόνο που χρειάζεται είναι να περιμένουν για τουλάχιστον 3 χρόνια και 1 ημέρα για να είναι έτοιμο το ουίσκι τους.

Κατά την παραμονή του στο βαρέλι το απόσταγμα αλληλεπιδρά διαρκώς με το ξύλο αποκτώντας χρώμα, άρωμα και γεύση. Το ξύλο δημιουργεί, καταστρέφει και μετατρέπει αρωματικές ενώσεις και τις δένει αρμονικά με την αλκοόλη μετατρέποντας ένα σκληρό και τραχύ απόσταγμα, στο μαγικό “νερό της ζωής“.

Ενώ φυσικά το διαυγές νέο απόσταγμα “new make spirit” που προκύπτει από την απόσταξη έχει ήδη χαρακτήρα (οσμή και γεύση), στην πραγματικότητα αυτός αποτελεί το 20-30% του τελικού προϊόντος . Το υπόλοιπο 70-80% του αρώματος και της γεύσης του και φυσικά το 100% του χρώματός του προέρχεται από την ωρίμασή του σε δρύινα βαρέλια.

 

Η δρυς

Η δρυς ή βελανιδιά είναι το πιο κατάλληλο ξύλο για την κατασκευή βαρελιών. Η δομή και η σύσταση της δρυός επιτρέπει ελεγχόμενη οξυγόνωση ενώ είναι αρκετά σκληρή ώστε να είναι στεγανή. Πιο μαλακά δέντρα περιέχουν ρητίνη που εμποδίζει το βαρέλι από το να αναπνέει ενώ άλλα είδη ξύλου εξάγουν δυσάρεστες γεύσεις στο απόσταγμα. Η δρυς/βελανιδιά περιέχει πολλές χημικές ενώσεις που αλληλεπιδρώντας με το απόσταγμα δίνουν ευχάριστες γευστικές και αρωματικές νότες. Ξύλο από δρυ ηλικίας 70 έως 200 ετών θεωρείται το ιδανικό ξύλο για ωρίμαση ουίσκι.

 

Δέντρο λευκής δρυός

 

Μια δρυς σε πλήρη ανάπτυξη (© atmos.earth)

 

Δύο είδη δρυός είναι τα πιο δημοφιλή: Η Αμερικάνικη “λευκή” δρυς (Quercus alba) και η Ευρωπαϊκή από την οποία η ισπανική (Quercus robur) και η Γαλλική (Quercus petraea) είναι οι πιο διαδεδομένες. Συνήθως βέβαια, έχει επικρατήσει, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο “Ευρωπαϊκή δρυς” να εννοούμε την ισπανική. Στη βαρελοποιία του σκωτσέζικου ουίσκι η αμερικανική και η ευρωπαϊκή αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των βαρελιών που χρησιμοποιούνται για ωρίμαση. Δομικά δεν έχουν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ τους.

Το ξύλο της δρυός είναι σκληρό και βαρύ και χαρακτηρίζεται ως πορώδες. Το μακροσκοπικό μοτίβο των πόρων είναι δακτυλικό ομόκεντρο και ορίζει εύκολα την ηλικία του δέντρου καθώς κάθε δακτύλιος αντιπροσωπεύει ένα χρόνο ζωής.

 

Η διατομή του ξύλου της δρυός (© 3oak.co.uk)

 

Δύο ζώνες διακρίνονται στη διατομή του κορμού της δρυός. Κάτω από τον φλοιό και το κάμβιο υπάρχει το νεότερο στρώμα ξύλου το οποίο είναι ανοιχτόχρωμο και ονομάζεται σομφός ή σομφό ξύλο (sapwood). Ο σομφός αντιπροσωπεύει τα τελευταία 10-20 χρόνια ανάπτυξης του δέντρου. Το πιο κεντρικό στρώμα ονομάζεται εγκάρδιο ξύλο ή πυρηνόξυλο (heartwood) και αποτελεί παλαιότερο, σκουρόχρωμο ξύλο και είναι το μέρος του κορμού που χρησιμοποιείται για τη βαρελοποιία.

Το πυρηνόξυλο μέρος περιέχει μεγάλα δοχεία/πόρους και είναι σχετικά σταθερό. Αντίθετα το πλάτος του εξωτερικού μέρους (σομφού) που αποτελείται από μικρότερους πόρους ποικίλει αρκετά σε συνάρτηση με τον ρυθμό ανάπτυξης του δέντρου. Καθώς με τα χρόνια ο σομφός μετατρέπεται σε εγκάρδιο ξύλο οι πόροι αποφράσσονται από διάφορες ουσίες των γειτονικών παρεγχυματικών κυττάρων (άμυλο, ρητίνες). Οι αποφράξεις αυτές, ονομάζονται τυλώσεις (tyloses) έχουν την μορφή μεμβράνης και μπλοκάρουν τα μεγάλους πόρους μειώνοντας τη διαπερατότητα του ξύλου.

Η Αμερικάνικη δρυς αναπτύσσεται πιο γρήγορα και μπορεί να κοπεί στα 70 περίπου χρόνια ενώ η Ισπανική χρειάζεται σχεδόν άλλα 100. Έτσι η αμερικάνικη δρυς αποτελείται από μεγαλύτερο κομμάτι σομφού άρα είναι λιγότερο πορώδης από την ισπανική.

 

Το ξύλο της λευκής δρυός κάτω από ηλεκτρονικό μικροσκόπιο SEM. Διακρίνονται οι πόροι και οι τυλώσεις (© Curtis, Lersten, and Nowak 2002 rev. 2015)

 

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η αλληλεπίδραση με το απόσταγμα είναι πολύ πιο γρήγορη στην ισπανική δρυ. Γευστικά, η αμερικανική θα δίνει απαλότερα, κομψότερα αρώματα ενώ η ισπανική πιο βαθιά και έντονα με περισσότερες τανίνες. Αντίστοιχα, το χρώμα αποστάγματος που παλαίωσε σε ισπανική δρυ είναι πιο σκούρο και βαθύ ενώ απόσταγμα που παλαίωσε σε αμερικάνικη είναι πιο ανοιχτό και χρυσό.

 

glengoyne 8
Σε αυτή την όμορφη διακόσμηση στο αποστακτήριο του Glengoyne απεικονίζεται ιδανικά η διαφορά στο χρώμα και την εξάτμιση που επιφέρει στο απόσταγμα η ωρίμαση σε διαφορετικά ήδη δρυός.

 

Δομή και χημική σύσταση του πυρηνόξυλου της δρυος

Η δρυς κατά βάση είναι ένα πολυμερές υλικό, αποτελείται δηλαδή από συνδυασμό περισσότερων μονομερών. Τα συστατικά χημικά στοιχεία της δρυός και του εγκάρδιου μέρους της συγκεκριμένα μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τα δομικά στοιχεία και τα εξορυκτικά.

 

Τα κυριότερα χημικά συστατικά του πυρηνόξυλου της βελανιδιάς. Τα ποσοστά υποδεικνύουν το ποσοστό της μάζας του ξύλου που αποτελείται από το συστατικό. (© Caballero, B. (Ed.). (2003). Encyclopedia of food sciences and nutrition (2nd ed., 10 vols.). Academic Press.)

 

Τα δομικά της στοιχεία είναι η κυτταρίνη (40%), ημικυτταρίνες (25%) και η λιγνίνη (25%).

Το υπόλοιπο 10% αποτελούν οι πολυφαινόλες που ανήκουν στα εξορυκτικά στοιχεία του ξύλου. Οι πολυφαινόλες αυτές είναι συνήθως τανίνες διαφόρων ειδών. Υπάρχουν και άλλα εξορυκτικά στοιχεία στο ξύλο της δρυός τα οποία όμως είναι σε αμελητέες ποσότητες. Αυτά μπορεί να είναι φαινολικές ενώσεις, οξέα, τερπένια, λακτόνες, φουράνια και στεροειδή.

 

Προετοιμασία των βαρελιών – Βαρελοποιία

Η διαδικασία κατασκευής των βαρελιών είναι περίπλοκη και περιλαμβάνει πολλά στάδια, καθένα από τα οποία συμβάλλει στην ποιότητα του τελικού προϊόντος. Η αμερικανική και η ευρωπαϊκή δρυς χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο σε αυτή τη διαδικασία, με διαφορετικές μεθόδους προσαρμοσμένες στις μοναδικές τους ιδιότητες.

 

Τα διαφορετικά στάδια της δημιουργίας ενός νέου βαρελιού. (© Caballero, B. (Ed.). (2003). Encyclopedia of food sciences and nutrition (2nd ed., 10 vols.). Academic Press.)

 

1. Επιλογή και κοπή του ξύλου σε ράβδους

Η κατασκευή βαρελιών ξεκινά με την επιλογή ξύλου υψηλής ποιότητας, συνήθως από δέντρα ηλικίας άνω των 100 ετών με περίμετρο τουλάχιστον 35 εκατοστών. Η ευρωπαϊκή βελανιδιά παραδοσιακά σχίζεται κατά μήκος του κόκκου σε μπουλόνια πριν κοπεί σε ράβδους (σανίδες), παράγοντας καλύτερες μηχανικές ιδιότητες και στεγανότητα. Αντίθετα, η αμερικανική δρυς πριονίζεται συνήθως απευθείας από τους κορμούς, μια ταχύτερη διαδικασία αλλά λιγότερο κατάλληλη για το ευρωπαϊκό ξύλο. Η αφθονία των τυλοσών στην αμερικανική δρυ μειώνει την ανάγκη για σχολαστικό σχίσιμο, καθιστώντας τη διαδικασία λιγότερο σπάταλη.

 

2. Ξήρανση

Το ξύλο ξηραίνεται σε περιεκτικότητα υγρασίας 14-18% για να ελαχιστοποιηθούν οι αλλαγές διαστάσεων. Η ευρωπαϊκή δρυς παραδοσιακά ξηραίνεται στον αέρα σε εξωτερικούς χώρους για περίπου τρία χρόνια, ενώ η αμερικανική δρυς συχνά ξηραίνεται σε κλίβανο γρήγορα σε περιεκτικότητα υγρασίας 25-40%, επιτρέποντας ταχύτερη παραγωγή.

 

3. Συναρμολόγηση βαρελιών

Ένα μέσο βαρέλι αποτελείται από 28-32 ράβδους και 12-16 τεμάχια κεφαλής. Οι ράβδοι κόβονται, πλανίζονται, κοιλώνονται και διαμορφώνονται πριν από τη συναρμολόγηση. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, οι ράβδοι διατάσσονται και συσφίγγονται μεταξύ τους με τη χρήση προσωρινών μεταλλικών στεφανών συναρμολόγησης.

 

4. Κάμψη

Η κάμψη είναι ζωτικής σημασίας για την ποιότητα του βαρελιού. Οι Ευρωπαίοι βαρελοποιοί χρησιμοποιούν παραδοσιακά φωτιά ξύλου για την κάμψη, ενώ οι Αμερικανοί προτιμούν τον ατμό. Η θέρμανση των ράβδων στους 200°C περίπου τους επιτρέπει να λυγίσουν χωρίς να σπάσουν, εξασφαλίζοντας μια στεγανή σφράγιση όταν προστίθενται οι στεφάνες.

 

5. Τελική συναρμολόγηση

Οι κεφαλές (καπάκια) συναρμολογούνται με ξύλινους πείρους, εξασφαλίζοντας καλή στεγανοποίηση. Στα άκρα των ράβδων κόβονται αυλακώσεις για να συγκρατηθούν οι κεφαλές στη θέση τους, και οι τελικές στεφάνες αντικαθιστούν τις προσωρινές στεφάνες συναρμολόγησης. Στη πλευρά του βαρελιού ανοίγεται μια οπή για να διευκολύνει τη δειγματοληψία και το βαρέλι ελέγχεται για διαρροές με την έκχυση βραστού νερού ή ατμού.

 

6. Το ψήσιμο / καβούρδισμα των βαρελιών

Μετά τη συναρμολόγηση και πριν τοποθετηθεί απόσταγμα μέσα τους, οι εσωτερικές επιφάνειες των βαρελιών υφίστανται επεξεργασία με θερμότητα. H θερμότητα αυτή προέρχεται από γυμνή φλόγα. Η διαδικασία “ενεργοποιεί” την εσωτερική επιφάνεια του ξύλου, αλλάζοντας τη χημική του σύσταση και τη φυσική του δομή με αποτέλεσμα να προάγεται η γρηγορότερη και αποτελεσματικότερη ωρίμαση του αποστάγματος.

 

Καβούρδισμα βαρελιών (© scotchwhisky.com)

 

Η θερμότητα μεταβάλλει τη δομή του ξύλου, καραμελοποιώντας τα σάκχαρα της δρυός και διασπώντας τη λιγνίνη σε ενώσεις που ενισχύουν την πολυπλοκότητα του ουίσκι, όπως η βανιλλίνη, η καραμέλα, η καρύδα και τα μπαχαρικά. Ταυτόχρονα λειτουργεί ως φίλτρο απομακρύνοντας ανεπιθύμητες ενώσεις θείου από το ουίσκι, ενώ παράλληλα ενισχύει την φυσική αλληλεπίδραση μεταξύ του αποστάγματος και του ξύλου.

Το ελαφρύ καψάλισμα τυπικά οδηγεί σε πιο διακριτικές νότες βανίλιας, μπανάνας και καρύδας, ενώ το μέτριο και το βαρύ καψάλισμα συνεισφέρουν σε ισχυρότερες γεύσεις, όπως καραμέλα, σοκολάτα ή ακόμη και καβουρδισμένο καφέ.

Το επίπεδο καβουρδίσματος συχνά κατηγοριοποιείται από το επίπεδο 1 (ελαφρύτερο) έως το επίπεδο 4 (βαρύτερο) .

 

Διαφορετικά επίπεδα ψησίματος (© diffordsguide.com)

 

1. Καψάλισμα (toast)
2. Βαρύ καψάλισμα
3. Καβούρδισμα επιπέδου 1 (Medium Char)
4. Καβούρδισμα επιπέδου 2 (Medium+ Char)
5. Καβούρδισμα επιπέδου 3 (Heavy Char)
6. Καβούρδισμα επιπέδου 4 (Heavy Char – Crocodile Skin)

Η διάκριση μεταξύ καψαλίσματος και καβουρδίσματος είναι ιδιαίτερα σημαντική στην παραγωγή ουίσκι, καθώς επιλέγεται διαφορετική επεξεργασία για την επίτευξη συγκεκριμένων γευστικών προφίλ. Για παράδειγμα, τα ευρωπαϊκά δρύινα βαρέλια συχνά δέχονται ελαφρύ καψάλισμα, εστιάζοντας σε φρουτώδη, πικάντικα στοιχεία, ενώ η αμερικανική δρυς, συνήθως καίγεται πιο έντονα για να εντείνει τις γεύσεις βανίλιας και καραμέλας.

Ένα άλλο αρκετά διφορούμενο concept είναι τα λεγόμενα “βαρέλια υγρού σέρι” – wet sherry casks. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε βαρέλια που φτάνουν στα αποστακτήρια ουίσκι εμποτισμένα ακόμα με σέρι. Σε αντίθεση με τα ξηρά ή τα αρωματισμένα/καρυκευμένα βαρέλια sherry, τα υγρά βαρέλια περιέχουν υπολείμματα sherry, τα οποία εντείνουν την επιρροή τους στο ουίσκι. Αν και δεν χρησιμοποιούνται καθολικά, ορισμένοι αποσταγματοποιοί τα προτιμούν για να επιτύχουν βαθύτερες γεύσεις. Παρόλο που το Scotch Whisky Association δεν απαγορεύει τα υγρά βαρέλια, η χρήση τους εγείρει συζητήσεις, καθώς ορισμένοι το θεωρούν ως πιθανή χειραγώγηση του γευστικού προφίλ. Ωστόσο, θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό ως αποδεκτή πρακτική στη σύγχρονη ωρίμαση ουίσκι.

 

Συνέχεια σύντομα με το επόμενο μέρος. Μέχρι τότε…

Slàinte mhath!

 

Πηγές:

Buxton, I., & Hughes, P. S. (2014). The science and commerce of whisky. Royal Society of Chemistry.
Caballero, B. (Ed.). (2003). Encyclopedia of food sciences and nutrition (2nd ed., 10 vols.). Academic Press.
whiskyandwisdom.com, diffordsguide.com, whisky.com, whiskipedia.com, greatdrams.com, scotchwhisky.com, thedrinksbusiness.com, whiskymag.com, scotch-whisky.org.uk

 

Αν σας άρεσε το παρόν άρθρο, μοιραστείτε το με τους φίλους σας! Η υποστήριξή σας με βοηθάει να δημιουργήσω ακόμα περισσότερο αντίστοιχο περιεχόμενο για εσάς! Ευχαριστώ 🥃

 

Δείτε και άλλα άρθρα από το Whisky 101: The Basics.

Μανώλης Μαθιουδάκης

Μόνιμος ταξιδευτής με προορισμό την ανακάλυψη του "νερού της ζωής". Μέσα από το The Whisky Beat μοιράζομαι τις σκέψεις, τις εικόνες και τις εμπειρίες που "κερδίζω" στην πορεία. Join me?